τηλεδιακόπτης

τηλεδιακόπτης
ο, Ν
(ηλεκτροτεχν.) συσκευή αποκατάστασης ή διακοπής ενός κυκλώματος, τής οποίας ο χειρισμός γίνεται από απόσταση με ηλεκτρικές ωθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. telerupteur < tele- (< τηλ[ε]-*) + -rupteur (< λατ. ruptus, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. rumpo «σπάω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”